- οικητήριο
- τοοίκος, κατοικία, σπίτι, κατοικητήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οικητήριο — το (ΑΜ οἰκητήριον) αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικία μσν. μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα τού Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῡ θεοῡ», Μηναί.) αρχ. αστρολ. οίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ.… … Dictionary of Greek